- θαλαμηπολώ
- θαλαμηπολώ, -έω (Α) [θαλαμηπόλος]1. είμαι θαλαμηπόλος2. (για ζώα) βάζω να ζευγαρώσουν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλαμηπόλῳ — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem dat sg θαλαμηπόλος fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)